- αλλόθρους
- ἀλλόθρους, -ουν και -οος, -ον (Α)1. αυτός που μιλά άλλη γλώσσα, ο ξενόγλωσσος2. αλλότριος, ξένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο-* + θροῦς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλλόθρους — ἀλλόθροος speaking a strange tongue masc/fem nom pl ἀλλόθροος speaking a strange tongue masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλο- — Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με τη λ. άλλος. Το αλλο ως α συνθετικό δηλώνει συνήθως τη σημασία τού «διαφορετικός, αλλιώτικος,… … Dictionary of Greek
θρους — ο (ΑΜ θροῡς, Α και θρόος) νεοελλ. χαμηλός αλλά συνεχής θόρυβος, το θρόισμα, το ψιθύρισμα μσν. αρχ. θόρυβος, κραυγή αρχ. 1. (για δυσαρεστημένο πλήθος) μουρμούρισμα 2. φήμη, διάδοση 3. ο μουσικός ήχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρέομαι. ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) αρχ … Dictionary of Greek